- κογχυλιοκαλλιέργεια
- ηζωολ. το σύνολο τών διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για να αναπτυχθεί η παραγωγή τών κοχυλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. conchyliculture < conchyli- (πρβλ. κογχύλιον) + -culture, που αποδίδεται ως καλλιέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.